Την ανάγκη να πραγματοποιηθούν περισσότερες έρευνες για τυχόν επιπτώσεις από την ακτινοβολία των υπό ανάπτυξη δικτύων 5G, σημειώνει το Think Tank του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο λειτουργεί ως σύμβουλος του Ευρωκοινοβουλίου στη διαδικασία της νομοθέτησης από αυτό.
Ειδικότερα, στη σχετική εισήγηση που παραδόθηκε σήμερα από το Think Tank στους ευρωβουλευτές, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το ιδιαίτερα πυκνό δίκτυο κεραιών και πομπών που απαιτεί η λειτουργία ενός δικτύου 5G σημαίνει πως ο αριθμός σταθμών βάσης υψηλότερης συχνότητας και άλλων συσκευών θα αυξηθεί σημαντικά, κάτι που πρακτικά σημαίνει σταθερή έκθεση για ολόκληρο τον πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών.
Στην εισήγηση σημειώνεται ότι ενώ οι ερευνητές γενικά θεωρούν ότι τέτοια ραδιοκύματα δεν αποτελούν απειλή για τον πληθυσμό, μέχρι σήμερα η έρευνα δεν έχει αντιμετωπίσει τη συνεχή έκθεση που θα εισήγαγε η 5G.
«Κατά συνέπεια, ένα τμήμα της επιστημονικής κοινότητας θεωρεί ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα σχετικά με τις πιθανές αρνητικές βιολογικές επιδράσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων (EMF) και 5G, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα εμφάνισης ορισμένων σοβαρών ανθρώπινων ασθενειών. Μια περαιτέρω θεώρηση είναι η ανάγκη να συγκεντρωθούν ερευνητές από διαφορετικούς κλάδους, ειδικότερα από την ιατρική και τη φυσική ή τη μηχανική, για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας σχετικά με τις επιπτώσεις του 5G» αναφέρεται σχετικά.
Η εισήγηση του Think Tank καταλήγει λέγοντας ότι οι σημερινές διατάξεις της ΕΕ σχετικά με την έκθεση σε ασύρματα σήματα είναι πλέον 20 ετών, και συνεπώς θα πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να λάβουν υπόψη τους και τα νέα δεδομένα που δημιουργούν τα δίκτυα 5G.